ἐντάσσει

ἐντάσσει
ἐντάσσω
insert
pres ind mp 2nd sg
ἐντάσσω
insert
pres ind act 3rd sg
ἐντάσσω
insert
pres ind mp 2nd sg
ἐντάσσω
insert
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίκτητος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (Ιεράπολις, Φρυγία περ. 50 μ.Χ. – Νικόπολις, Ήπειρος 138 μ.Χ.). Μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ε. είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τρίτης σχολής του στωικισμού, του ρωμαϊκού… …   Dictionary of Greek

  • κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάντερ, Σάμιουελ — (Samuel Alexander, 1859 – 1938). Άγγλος φιλόσοφος, από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Σπούδασε στη Μελβούρνη, την Οξφόρδη και τη Γερμανία. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Βικτορίας του Μάντσεστερ, από το 1893 έως το 1924. Η φιλοσοφία του, μια… …   Dictionary of Greek

  • Γιένσεν, Γιοχάνες Βίλχελμ — (Johannes Vilhelm Jensen, 1873 – 1950). Δανός συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης αλλά μετά την αποφοίτησή του στράφηκε στη λογοτεχνία. Η σημαντική συγγραφική του δραστηριότητα τον εντάσσει στους κορυφαίους εκπρόσωπους… …   Dictionary of Greek

  • γραμματολογία — Η ιστορία της λογοτεχνίας και γενικότερα η επιστήμη της λογοτεχνίας, η ερμηνεία και η θεωρία της. Η γ. αποτελεί ταμείο των θησαυρών της λογοτεχνίας κάθε λαού. Συνεπώς, ενώ έχει αναμφισβήτητα χαρακτήρα παγκοσμιότητας, είναι στην υποδομή της καθαρά …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Στιλ — (De Stijl). Καλλιτεχνικό κίνημα, που ανέπτυξε το ομώνυμο ολλανδικό περιοδικό, το οποίο ίδρυσε το 1917 ο ζωγράφος και αρχιτέκτονας Τέο βαν Ντέσμπουργκ σε συνεργασία με τους ζωγράφους Πιετ Μόντριαν, Μπαρτ βαν ντερ Λεκ, Βιλμς Χούζαρ, τον γλύπτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”